κλινική
Προφορά
Ετυμολογία
κλινική αρχαία ελληνική κλινική (τέχνη) (= περιποίηση κλινικών, δηλ. πλαγιασμένων αρρώστων). Η σημ. νοσοκομείο από το └γαλλ┘ clinique
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλινική
✦ ιδιωτικό θεραπευτήριο
✦ αυτοτελές τμήμα νοσοκομείου για νοσηλεία περιστατικών που υπάγονται σε ορισμένη ειδικότητα: ψυχιατρική – παιδιατρική κλινική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–