κλινάρι
Προφορά
Ετυμολογία
κλινάρι αρχαία ελληνική κλινάριον, υποκοριστικό του ουσιαστικού κλίνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κλινάρι
✦ κλίνη, κρεβάτι: έχω τρία χρονάκια να πλαγιάσω σε κλινάρι (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–