κλιματισμός


κλιματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κλιματισμός κλιματίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλιματισμός

✦ ο καθορισμός, με ειδικές συσκευές, της θερμοκρασίας, υγρασίας και συνθέσεως του αέρα σε κλειστούς χώρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.