κλιμακωτός
Προφορά
Ετυμολογία
κλιμακωτός μεταγενέστερη ελληνική κλιμακωτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κλιμακωτός -ή, -ό
✦ παραταγμένος ή διαταγμένος σε βαθμίδες: κοιτάζεις πάλι το κλιμακωτό τέμενος που χάνεται στους ίσκιους (Γ. Σεφέρης)
✦ αναπτυσσόμενος σε διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης έντασης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–