κλιμακτηρικός
Προφορά
Ετυμολογία
κλιμακτηρικός μεταγενέστερη ελληνική κλιμακτηρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κλιμακτηρικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στον κλιμακτήρα
✦ (μτφ. ) που σημειώνει την αλλαγή φυσιολογικής καταστάσεως, κρίσιμος: κλιμακτηρική περίοδος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–