κλιμακτήριος


κλιμακτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
κλιμακτήριος κλιμακτήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κλιμακτήριος

✦ η κλιμακτηρική (βλ. κλιμακτηρικός) εποχή κατά την οποία σταματά στις γυναίκες η έμμηνη ροή

Συνώνυμα
εμμηνόπαυση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.