κλιμάκωση


κλιμάκωση
Προφορά

Ετυμολογία
κλιμάκωση κλιμακώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κλιμάκωση

✦ η τοποθέτηση κατά βαθμίδες
✦ παράταξη στρατού κατά κλιμάκια
✦ επέκταση επιχειρήσεως, ενέργειας κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.