κλιμάκιο


κλιμάκιο
Προφορά

Ετυμολογία
κλιμάκιο αρχαία ελληνική κλιμάκιον, υποκοριστικό του κλῖμαξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κλιμάκιο

✦ μικρή κλίμακα, σκαλίτσα
✦ σκαλοπάτι
(μτφ. ) τμήμα συνόλου που αποτελεί μέρος μεγαλύτερης, οργανωμένης μονάδας: κλιμάκιο υπουργών θα περιοδεύσει στην ύπαιθρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.