κλεψύδρα
Προφορά
Ετυμολογία
κλεψύδρα αρχαία ελληνική κλεψύδρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλεψύδρα
✦ αρχαίο μέσο μετρήσεως του χρόνου, πήλινο αγγείο, απ’ όπου έρρεε, κατά σταγόνες, το νερό: ο πρύτανης όρισε πως θα έχουν ο καθένας μόνον δυο κλεψύδρες, αλλά πάλι δεν πρόλαβαν να μιλήσουν όλοι (Άγγ. Βλάχος)
✦ ο περιορισμένος χρόνος που έχει στη διάθεσή του ένας ομιλητής: εξάντλησα την κλεψύδρα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–