κλεψιμαίος


κλεψιμαίος
Προφορά

Ετυμολογία
κλεψιμαίος αρχαία ελληνική κλεψιμαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κλεψιμαίος -α, -ο

✦ ο προερχόμενος από κλοπή, που αποκτήθηκε με κλέψιμο

Συνώνυμα
κλοπιμαίος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.