κλεισούρα
Προφορά
Ετυμολογία
κλεισούρα μεσαιωνική ελληνική κλεισούρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλεισούρα
✦ στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή σε δύσβατους τόπους
✦ κλειστός χώρος που δεν αερίζεται καλά
✦ συνεχής παραμονή σε κλειστό χώρο, σε στενό περιβάλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–