κλειθροποιός


κλειθροποιός
Προφορά

Ετυμολογία
κλειθροποιός κλείθρον + ποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλειθροποιός

✦ ο κατασκευαστής κλειδιών, κλειδαράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.