κλειδούχος


κλειδούχος
Προφορά

Ετυμολογία
κλειδούχος αρχαία ελληνική κλειδοῦχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κλειδούχος

✦ κλειδοκράτορας
✦ (ειδ.) σιδηροδρομικός υπάλληλος που χειρίζεται τα κλειδιά των γραμμών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.