κλαυθμυρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κλαυθμυρισμός αρχαία ελληνική κλαυθμυρισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κλαυθμυρισμός
✦ κλαψούρισμα: τα πιο νήπια, πιο σοφά, έχουν κλαυθμυρισμό στην κούνια τους (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–