κλατάρω


κλατάρω
Προφορά

Ετυμολογία
κλατάρω └γαλλ┘ éclater

Ερμηνεία
ρήμα κλατάρω

✦ σπάζω, γίνομαι κομμάτια ιδ. από την εκτόνωση της εσωτερικής πιέσεως που ασκείται: κλάταρε το λάστιχο του αυτοκινήτου
✦ φρ. κλάταρα, εξαντλήθηκα από την κούραση
✦ (μτφ. αμτβ.) είμαι παραφορτωμένος, υπερπλήρης: οι φυλακές κλατάρουν (Βήμα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.