κλασικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κλασικισμός κλασικίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κλασικισμός
✦ η τεχνοτροπία, το ύφος των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων και καλλιτεχνών
✦ η τάση για μίμηση των κλασικών συγγραφέων ή καλλιτεχνών
✦ η μελέτη των κλασικών συγγραφέων, οι κλασικές σπουδές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–