κλασικίστρια


κλασικίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
κλασικίστρια κλασικίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλασικίστρια

✦ θηλ. κλασικίστρια μιμητής των κλασικών
✦ μελετητής των κλασικών συγγραφέων ή καλλιτεχνών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.