κλαρί
Προφορά
Ετυμολογία
κλαρί μεταγενέστερη ελληνική κλαρίον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κλαρί
✦ κλωνάρι, κλαδί δέντρου ή θάμνου: παίρνουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει (δημ. τραγ.) – και στην ψηλότερη κορφή, σ’ ενός κλαριού την άκρια (Λ. Πορφύρας)
✦ φρ. βγήκε στο κλαρί, για φυγόδικο, ή για γυναίκα που ζει ακόλαστη ζωή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–