κλακέτα
Προφορά
Ετυμολογία
κλακέτα └γαλλ┘ claquette
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλακέτα
✦ απλή, μικρή διάταξη που αποτελείται από ξύλινη πλάκα με κινητό βραχίονα και χρησιμοποιείται για να δίνονται σήματα κατά το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών
✦ πληθ. κλακέτες, μεταλλικά πλακίδια, λάμες που προσαρμόζονται στις μύτες και τα τακούνια των παπουτσιών των χορευτών
✦ (συνεκδ.) είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούν ρυθμικά τα πόδια τους στο πάτωμα: χορεύουνε κλακέτες πάνω στο σκοπό του… τραγουδιού (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–