κλαδεύω


κλαδεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κλαδεύω μεταγενέστερη ελληνική κλαδεύω

Ερμηνεία
ρήμα κλαδεύω

✦ κόβω τα άχρηστα κλαδιά δέντρου ή θάμνου
(μτφ. ) σακατεύω: τον παραφύλαξε στα σκοτεινά και τον κλάδεψε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.