κλαδεύτρια


κλαδεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
κλαδεύτρια κλαδεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλαδεύτρια

✦ θηλ. κλαδεύτρα κ. κλαδεύτρια εργάτης ειδικός για το κλάδεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.