κλίση
Προφορά
Ετυμολογία
κλίση αρχαία ελληνική κλίσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλίση
✦ κάμψη, λύγισμα
✦ (γραμμ.) ο σχηματισμός των τύπων ρήματος ή ονόματος
✦ (μτφ. ) τάση, φυσική ροπή ή πνευματική προδιάθεση: από μικρός είχε κλίση στον αθλητισμό – στη μουσική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–