κλίνω


κλίνω
Προφορά

Ετυμολογία
κλίνω αρχαία ελληνική κλίνω

Ερμηνεία
ρήμα κλίνω

✦ δίνω σε κάτι πλάγια θέση, το γέρνω, το λυγίζω
✦ στρέφω
✦ (γραμμ.) σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου
✦ (αμτβ.) αλλάζω θέση ή κατεύθυνση, στρέφομαι: κλίνατε επ’ αριστερά (γυμναστικό παράγγελμα)
✦ γέρνω προς τα κάτω
(μτφ. ) παρουσιάζω τάση, ροπή: τελευταίως, κλίνει προς το μαρξισμό
(μτφ. ) πλησιάζω, έχω παραπλήσιο χρώμα ή τόνο: το φόρεμα κλίνει προς το βιολετί
✦ φρ. δεν έχω πού την κεφαλήν κλίν{ç, στερούμαι τα πάντα, δεν έχω καταφύγιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.