κλίμακα
Προφορά
Ετυμολογία
κλίμακα αρχαία ελληνική κλῖμαξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλίμακα
✦ σκάλα: κατέβη διά της εντός της οικίας χαμηλής κλίμακος εις το κατώγειον (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ σειρά υποδιαιρέσεων οργάνου της φυσικής κτλ.
✦ σειρά μουσικών φθόγγων
✦ (για χάρτες ή σχέδια) η σταθερή αναλογία του πραγματικού μεγέθους, με το εικονιζόμενο
✦ (μτφ. ) ανιούσα σειρά αξιών
✦ φρ. σε μεγάλη (ή σε ευρεία) κλίμακα, σε μεγάλη έκταση ή σε μεγάλο βαθμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–