κλήδονας


κλήδονας
Προφορά

Ετυμολογία
κλήδονας αρχαία ελληνική κληδών (= προγνωστικός ήχος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλήδονας

✦ είδος λαϊκής μαντείας που τελείται συνήθως κατά την εορτή του Αγίου Ιωάννου (24 Ιουνίου): σου το ‘πανε στον κλήδονα και σμίξανε φιλήδονα τα χείλη μας (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. αυτά τα λεν στον κλήδονα, δεν είναι λόγια σοβαρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.