κλέφτικος
Προφορά
Ετυμολογία
κλέφτικος κλέφτης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κλέφτικος -η, -ο
✦ ο σχετικός με τους κλέφτες στα χρόνια της τουρκοκρατίας: κλέφτικα τραγούδια – παιδί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι; (δημ. τραγ.)
✦ ο σχετικός με τον κλέφτη ή την κλοπή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κλέφτικα, με τον τρόπο των κλεφτών: φρ.σφύρα κλέφτικα