κλέφτης


κλέφτης
Προφορά

Ετυμολογία
κλέφτης αρχαία ελληνική κλέπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλέφτης

✦ αυτός που κλέβει
✦ λωποδύτης
✦ (επί τουρκοκρατίας) ανυπόταχτος Έλληνας που ζούσε στα βουνά και πολεμούσε τους Τούρκους: σήκω να βγούμε, γέρο, κλέφτες στα βουνά (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.