κλάψα


κλάψα
Προφορά

Ετυμολογία
κλάψα έκλαψα, αόρ. του κλαίω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κλάψα

✦ κλάμα, μοιρολόι: αν ημπόρειαν οι κλάψες πεθαμένου να δώσουν ζωή (Διον. Σολωμός) – θρήνοι και κλάψες όχι στη θανή σου (Αιμ. Βεάκης)
✦ παράπονο, μεμψιμοιρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.