κλάσμα
Προφορά
Ετυμολογία
κλάσμα μεταγενέστερη ελληνική κλάσμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κλάσμα
✦ κομμάτι, τμήμα μονάδας
✦ (μαθημ.) τμήμα αριθμού, που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη
✦ φρ. σε κλάσμα του δευτερολέπτου, αστραπιαία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–