κλάπα
Προφορά
Ετυμολογία
κλάπα μεταγενέστερη ελληνική κλάπα (= ξύλινο πέδιλο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κλάπα
✦ ξύλο ή έλασμα που συνδέει δύο ή περισσότερες σανίδες
✦ σιδερένιο έλασμα που συνδέει πέτρες οικοδομής
✦ ο σιδερένιος κλοιός όπου περνά ο σύρτης
✦ εντοιχισμένο σιδερένιο έμβολο για τη στερέωση των κουφωμάτων
✦ στρόφιγγα πόρτας, μεντεσές
✦ η παρωπίδα των αλόγων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–