κλάμα


κλάμα
Προφορά

Ετυμολογία
κλάμα αρχαία ελληνική κλαῦμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κλάμα

✦ θρήνος, οδυρμός
✦ φρ. βάζω τα κλάματα, θρηνώ για την τύχη μου, οδύρομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.