κλάκα


κλάκα
Προφορά

Ετυμολογία
κλάκα └γαλλ┘ claque

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κλάκα

✦ εγκάθετοι στο θέατρο ή σε δημόσια συγκέντρωση, πληρωμένοι για να χειροκροτούν
✦ οι επευφημίες των εγκαθέτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.