κλάδος


κλάδος
Προφορά

Ετυμολογία
κλάδος αρχαία ελληνική κλάδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλάδος

✦ βλαστός, κλωνάρι δέντρου ή θάμνου: και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι (Κ. Χατζόπουλος)
(μτφ. ) καθετί που διακλαδίζεται από ένα σύνολο ή αποτελεί υποδιαίρεση, τμήμα συνόλου
✦ η εποχή για κλάδεμα αμπελιών, ελιόδεντρων κτλ.
✦ φρ. κλάδος ελαίας, χειρονομία, εκδήλωση φιλειρηνικών διαθέσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.