κιόλας
Προφορά
Ετυμολογία
κιόλας └φρ┘και όλως
Ερμηνεία
κιόλας
✦ κ. κιόλα επίρρ. ήδη, από τώρα: στην ηλικία μας, αυτός είχε πάει κιόλας στα ξένα (Πετσάλης – Διομήδης) – έφυγε κιόλας
✦ ακόμα, επιπλέον: δεν φτάνει που φταίει, απειλεί κιόλας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–