κιτς


κιτς
Προφορά

Ετυμολογία
κιτς └γερμ┘ kitsch

Ερμηνεία
κιτς

✦ άκλ. η λ. για να δηλώσει ένα στιλ ή μια αισθητική αντίληψη που χαρακτηρίζεται από τη χρησιμοποίηση ετερόκλητων στοιχείων, την καλλιτεχνική προχειρότητα και την έλλειψη έμπνευσης, κακογουστιά: κιτς είναι οι ρεπροντιξιόν ζωγραφιές με τα κοινότοπα θέματα, τα τουριστικά σουβενίρ κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.