κιρσώδης


κιρσώδης
Προφορά

Ετυμολογία
κιρσώδης αρχαία ελληνική κιρσώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ κιρσώδης -ης, -ες

✦ ο όμοιος με κιρσό, που έχει σχέση ή οφείλεται στους κιρσούς: κιρσώδες έλκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.