κιρσοκήλη


κιρσοκήλη
Προφορά

Ετυμολογία
κιρσοκήλη μεταγενέστερη ελληνική κιρσοκήλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κιρσοκήλη

(ιατρ.) κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.