κιρκαδιανός


κιρκαδιανός
Προφορά

Ετυμολογία
κιρκαδιανός └λατιν┘ circum (= γύρω) + dies (= ημέρα)

Ερμηνεία
κιρκαδιανός

✦ -ια, -ιο κ. κιρκαδιανός, -ή, -ό επίθ. (ιατρ.) ο αναφερόμενος στο βιολογικό ρυθμό με περίοδο το ημερονύχτιο: κιρκάδιος ρυθμός – κιρκαδιανή δοσολογία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.