κιοτεύω


κιοτεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κιοτεύω κιοτής

Ερμηνεία
ρήμα κιοτεύω

✦ δειλιάζω: κιότεψα να πέσω μπρος στο μαχαίρι του φονιά (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτβ.) τρομοκρατώ, κάνω κάποιον να δειλιάσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.