κιοτής


κιοτής
Προφορά

Ετυμολογία
κιοτής └τουρκ┘kötό (= κακός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κιοτής

✦ δειλός: και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.