κιονίσκος


κιονίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
κιονίσκος μεταγενέστερη ελληνική κιονίσκος, υποκοριστικό του ουσιαστικού κίων, -ονος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κιονίσκος

✦ μικρή κολόνα, κολονίτσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.