κινώ


κινώ
Προφορά

Ετυμολογία
κινώ αρχαία ελληνική κινέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα κινώ -είς, -εί

✦ θέτω κάτι σε κίνηση, σείω: το δάχτυλο κινάει και φοβερίζει (Διον. Σολωμός)
✦ θέτω σε λειτουργία
✦ μετακινώ, μετατοπίζω
✦ προκαλώ: μου κίνησε την περιέργεια
✦ (αμτβ.) ξεκινώ
✦ ξεμακραίνω: ποτέ το χρέος μη κινούντες (Κ. Καβάφης)
✦ (μέσ.) κινούμαι, βρίσκομαι σε κίνηση, σε δράση ή εξέγερση

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδρανώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.