κιννάβαρι
Προφορά
Ετυμολογία
κιννάβαρι αρχαία ελληνική κιννάβαρι
Ερμηνεία
κιννάβαρι
✦ ορυκτός ερυθρός θειούχος υδράργυρος
✦ το κόκκινο χρώμα που εξάγεται από το ορυκτό αυτό
✦ κόκκινο μελάνι: ο προνοητικός Βουρούτιος τις είχε σημειώσει με κιννάβαρι κι ο Πόντιος Πιλάτος τις βρήκε και τις διάβασε γρήγορα (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–