κινητοποιώ
Προφορά
Ετυμολογία
κινητοποιώ κινητός + ποιώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κινητοποιώ -είς, -εί
✦ θέτω σε κίνηση, ιδ. πλήθος ανθρώπων, για την επίτευξη ορισμένου σκοπού, δραστηριοποιώ: ο διπλωματικός μηχανισμός κινητοποιούνταν για την αποτροπή του πολέμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ακινητοποιώ
Επιρρήματα
–