κινητικός
Προφορά
Ετυμολογία
κινητικός αρχαία ελληνική κινητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κινητικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην κίνηση
✦ ο ικανός να προκαλέσει ή να μεταδώσει κίνηση
✦ θηλ. η κινητική ως ουσ., κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με τα φαινόμενα της κίνησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κινητικά (Κ κινητικώς)