κινησιοσκόπιο
Προφορά
Ετυμολογία
κινησιοσκόπιο └γαλλ┘ kinescope
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κινησιοσκόπιο
✦ συσκευή αποτελούμενη από τηλεοπτικό δέκτη προσαρμοσμένο σε μηχανή κινηματογραφικής λήψης που επιτρέπει την εγγραφή τηλεοπτικών εικόνων σε κινηματογραφικό φιλμ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–