κινδυνεύω
Προφορά
Ετυμολογία
κινδυνεύω αρχαία ελληνική κινδυνεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κινδυνεύω
✦ βρίσκομαι σε κίνδυνο
✦ αντιμετωπίζω δυσάρεστο ενδεχόμενο
✦ (ειδ.) απειλείται η ζωή μου
✦ διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–