κινά
Προφορά
Ετυμολογία
κινά └τουρκ┘kina, └αραβ┘ αρχής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κινά
✦ χρωστική ουσία, κοκκινωπή, που εξάγεται από το τροπικό φυτό λαουσόνια: αν ήταν χρεία του βάφανε με κινά τα όσα νύχια του είχαν ξεβάψει στο φαΐ (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–