κιμπούτς
Προφορά
Ετυμολογία
κιμπούτς λ. εβρ. που σημαίνει ένωση, κοινότητα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κιμπούτς
✦ ιδιότυπη συνεταιριστική μορφή αγροτικών οικισμών στο Ισραήλ όπου δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, τα μέλη έχουν ίση μεταχείριση και η εργασία οργανώνεται και κατανέμεται από εκλεγμένη επιτροπή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–