κιμπάρισσα


κιμπάρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
κιμπάρισσα └τουρκ┘kibart (= ευγενής, πλούσιος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κιμπάρισσα

✦ θηλ. κιμπάρισσα η λ. για να χαρακτηρίσει κάποιον με αρχοντική εμφάνιση και συμπεριφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.